συνεκτικοί

συνεκτικοί
συνεκτικός
fit for holding together
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Прокл философ — по прозванию Диадох, т. е. преемник (в управлении афинской школой) главный представитель позднейшего неоплатонизма и последний значительный философ древнего мира (410 485); происходил из богатого семейства ликийского города Ксанфы, родился в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Прокл, философ — по прозванию Диадох, т. е. преемник (в управлении афинской школой) главный представитель позднейшего неоплатонизма и последний значительный философ древнего мира (410 485); происходил из богатого семейства ликийского города Ксанфы, родился в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ψαμμίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από κόκκους άμμου μεγέθους 0,02 έως 2 χιλιοστά, από τη διαγένεση της οποίας προκύπτουν οι ψ. Η άμμος μπορεί να προέρχεται από ρέοντα, θαλάσσια ή λιμναία ύδατα, ή ακόμα από τη δράση του ανέμου. Η φύση του… …   Dictionary of Greek

  • ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… …   Dictionary of Greek

  • συνεκτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συγκρατεί: Δεν υπάρχουν πια συνεκτικοί δεσμοί ανάμεσά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”